Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διορίστηκε με

  • 1 διορίζω

    μετ.
    1) назначить (на должность); 2) прописывать, назначить (лекарство); 3) определять, устанавливать (границы, время);

    διορίζομαι — получать назначение (на должность);

    διορίστηκε επιθεωρητής он назначен инспектором

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διορίζω

  • 2 μεσκουλ-

    η см. μουσμουλ- г μέσ||ο[ν] τό
    1) середина;

    στο μεσκουλ- τού δρόμου — посредине улицы;

    περί τα μεσκουλ-α των σπουδών — в середине учёбы;

    περί τα μεσκουλ-α τού μηνός — в середине месяца;

    2) (чаще πλ.) средство, способ;

    χρησιμοποιώ όλα τα μεσκουλ-α — использовать все средства;

    μεταχειρίζομαι παν μεσκουλ- — использовать любое средство, пользоваться любым способом;

    χρησιμοποιώ άτιμα μεσκουλ-α — пользоваться нечестными способами, неблаговидными средствами;

    3) πλ. средства, деньги, ресурсы;

    μεσκουλ-α συντήρησης — средства к существованию;

    δεν έχω τα μεσκουλ-α να πάω στα λουτρά — у меня нет средств, чтобы поехать на курорт;

    4) πλ. средства (для осуществления чего-л.);

    τα μεσκουλ-α (της) παραγωγής — средства производства;

    μεσκουλ-α συγκοινωνίας — средства сообщения, транспорт;

    μεσκουλ-α επικοινωνίας — средства связи;

    5) πλ. внутренности;
    6) (чаще πλ.) знакомства, связи; блат (прост.);

    έχω μεγάλα μεσκουλ-α — иметь большие знакомства, связи;

    διορίστηκε με μεσκουλ- ( — или με μέσα) — он получил назна- чение по знакомству;

    7):

    μεσκουλ-ω — или διά μεσκουλ-ου — через (в разн. знач);

    διά μεσκουλ-ου τού δάσους — через лес;

    μεταβαίνω στο Παρίσι μεσκουλ-ω Ρώμης — ехать в Париж через Рим;

    του το ανήγγειλα διά μεσκουλ-ου τού αδελφού του — я ему сообщил об этом через его брата;

    § βγάζω το ζήτημα εις το μεσκουλ- — выдвигать, ставить вопрос;

    έχω τα μεσκουλ-α να... — быть в состоянии (что-л, сделать);

    εν (τω) μεσκουλ-ω — среди, посреди;

    εν μεσκουλ-ω ημών — среди нас;

    βρίσκομαι εν μεσκουλ-ω εχθρών — находиться среди врагов;

    εν τω μεσκουλ-ω της νυκτός — посреди ночи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεσκουλ-

См. также в других словарях:

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιμάχης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας λογίων και ηγεμόνων της Μολδαβίας. 1. Αλέξανδρος (1737 – Κλαυδιούπολη 1821). Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έως το 1785, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Χεκίμογλου — (Κωνσταντινούπολη1689 – Κιουτάχια 1759)Γιος του αρχίατρου του σουλτάνουβενετικής καταγωγής. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και διακρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον της Περσίας (1727). Για τις υπηρεσίες του διορίστηκε μεγάλος βεζίρης (1732), κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Ετέμ πασάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Βεζίρης, ελληνικής καταγωγής (Χίος 1813 – 1893). Σπούδασε μεταλλειολογία στο Παρίσι. Όταν γύρισε στην Τουρκία, διορίστηκε αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ και… …   Dictionary of Greek

  • Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»